χύμα

χύμα
χύμα [pron. full] [ῠ], ατος, τό,
A that which is poured out or flows, fluid, Arist. HA550b27, D.S.17.75; even

χ. νιφάδος Alciphr.1.23

; χ. τέσσαρα, viz. the hot, cold, moist, and dry, Ptol.Tetr.19.
2 ingot, bar, IG7.303.104 (Orop., iii B. C.);

χ. χρυσοῦν Inscr.Délos442

B6 (ii B. C.), [χρυσίου] ib.1432Abi17 (Delos, ii B. C., pl.), cf. Agatharch.28.
3 metaph., confused mass,

τῶν ἀριθμῶν LXX 2 Ma.2.24

; aggregate, Theol.Ar.34; crowd, πρεσβυτέρων καὶ νεωτέρων Aristeas14.
4

αὐτὰ τὰ χ. τῶν σφαιρῶν

materials, constituents,

Phlp. in Mete.26.8

; τοῦ χ. αὐτοῦ τῶν σφαιρῶν ἡ οὐσία ib.4.2.
5 χ. καρδίας largeness of heart, LXX 3 Ki.4.25 (5.9). [On accent and quantity v. Hdn.Gr.2.15.]

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χύμα — that which is poured out neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χύμα — ύματος, το, ΝΜΑ, και χῡμα Α νεοελλ. 1. (ως άκλ. επίθ.) (για εμπορεύματα και άλλα υλικά) αυτός που δεν είναι συσκευασμένος (α. «πουλάει χύμα κρασί» β. «αγόρασα ρύζι χύμα») 2. (ως επίρρ.) ανάκατα, σωρηδόν («τοποθέτησε όλο το φορτίο χύμα») 3. η… …   Dictionary of Greek

  • χύμα — 1. για εμπορεύματα, ως επίθ. άκλ., χωρίς διάκριση γένους, αυτό από το οποίο αγοράζει κανείς όση ποσότητα θέλει: Προτιμάει τη χύμα ζάχαρη παρά αυτήν που είναι σε πακέτα. 2. ως επίρρ. τροπ., σωρηδόν, ανάμεικτα: Τους τα είπα χύμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χυμάτων — χύμα that which is poured out neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χύμασι — χύμα that which is poured out neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χύμασιν — χύμα that which is poured out neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χύματα — χύμα that which is poured out neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χύματι — χύμα that which is poured out neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χύματος — χύμα that which is poured out neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • χυμάτιον — τὸ, ΜΑ [χύμα, ατος] μσν. φρ. «χυμάτιον στύρακος» μικρή ποσότητα, βώλος από ρητινώδες κόμμι τού αρωματικού φυτού στύραξ αρχ. μικρό χύμα, μικρός όγκος μετάλλου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”